- επιθυμητός
- -ή, -όεπίρρ. -ά ο άξιος να επιθυμείται, ο ποθητός, ο αγαπητός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἐπιθυμητός — desired masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιθυμητός — ή, ό (AM ἐπιθυμητός, ή, όν) [επιθυμώ] ποθητός, αγαπητός μσν. πρόθυμος. επίρρ... ἐπιθυμητῶς (AM) με τρόπο επιθυμητό … Dictionary of Greek
ἐπιθυμητότερον — ἐπιθυμητός desired adverbial comp ἐπιθυμητός desired masc acc comp sg ἐπιθυμητός desired neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθυμητόν — ἐπιθυμητός desired masc acc sg ἐπιθυμητός desired neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθυμητοῖς — ἐπιθυμητός desired masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθυμητοί — ἐπιθυμητός desired masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθυμητούς — ἐπιθυμητός desired masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθυμητῆς — ἐπιθυμητός desired fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθυμητή — ἐπιθυμητός desired fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθυμητῶς — ἐπιθυμητός desired adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)